-
1 ενέχυρο(ν)
το залог; заклад (уст.);δάνειον επί ενέχύρω — ссуда под залог;
βάζω ( — или δίνω) κάτι ενέχυρο(ν) — закладывать что-л, в ломбард;
εξαγοράζω το ενέχυρο(ν) — или βγάζω από ενέχυρο(ν) κάτι — выкупать что-л, из залога;
παίρνω επί ενέχύρω — брать под залог
-
2 ενέχυρο(ν)
το залог; заклад (уст.);δάνειον επί ενέχύρω — ссуда под залог;
βάζω ( — или δίνω) κάτι ενέχυρο(ν) — закладывать что-л, в ломбард;
εξαγοράζω το ενέχυρο(ν) — или βγάζω από ενέχυρο(ν) κάτι — выкупать что-л, из залога;
παίρνω επί ενέχύρω — брать под залог
См. также в других словарях:
δανείζω — (AM δανείζω) [δάνειον] Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τόν δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ») 2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να τό χρησιμοποιήσει προσωρινά και… … Dictionary of Greek